κινητός — moving masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητός — ή, ό (ΑΜ κινητός, ή, όν Α θηλ. και ός) [κινώ] 1. αυτός τον οποίο μπορεί να κινήσει κάποιος, αυτός που μπορεί να μετακινηθεί ή αυτός που μετακινείται (α. «πολλά ακίνητα δεν έχει, η κινητή του όμως περιουσία, και ειδικά η συλλογή του, είναι… … Dictionary of Greek
κινητόν — κινητός moving masc acc sg κινητός moving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητοῖς — κινητός moving masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητοί — κινητός moving masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητούς — κινητός moving masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητῆς — κινητός moving fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητή — κινητός moving fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητῶς — κινητός moving adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητῷ — κινητός moving masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)